- χρυσάνιος
- -ον, Α(δωρ. τ.) βλ. χρυσήνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσάνιος — χρῡσά̱νιος , χρυσήνιος with reins of gold masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσήνιος — και δωρ. τ. χρυσάνιος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (ως προσωνυμία θεών και θεαινών) αυτός που έχει χρυσά ηνία («οὐδ ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης», Ομ. Οδ.) 2. προσωνυμία τού Άδου 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσήνιος δίφρος εὐάρμοστος». [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek